αεινηστις

αεινηστις
    ἀείνηστις
    ἀεί-νηστις
    -ιος adj. вечно голодающий Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αεινηστις" в других словарях:

  • αείνηστις — ἀείνηστις, ( ιος), ο, η (Μ) αυτός που πάντοτε νηστεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + νῆστις] …   Dictionary of Greek

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»